αβάπτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάπτιστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβάπτιστος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈva.pti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐πτι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααβάπτιστος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αβάφτιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβάπτιστος
→ δείτε τη λέξη αβάφτιστος |
Πηγές
επεξεργασία- αβάφτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αβάφτιστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)