αβάπτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάπτιστος < ἀβάπτιστος στην καθαρεύουσα < α- στερητικό + βαπτίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίααβάπτιστος -η -ο και αβάφτιστος
- που δεν έχει βαφτιστεί
- (παρωχημένο) που δεν του έχει δοθεί όνομα με οποιαδήποτε διαδικασία (ονοματοδοσία, βάπτισμα κλπ)