Δείτε επίσης: αβάπτιστος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβάπτιστος < α- στερητικό και βαπτίζω (εκ του βάπτω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβάπτιστος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει βραχεί, δεν έχει μπει μέσα σε νερό, αλλά και ο ἀβύθιστος
  2. αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με υγρό
  3. ελληνιστική αυτός που δεν έχει βαπτιστεί, ο αβάπτιστος

Παράγωγα

επεξεργασία
* ἀβαπτισία

Αντώνυμα

επεξεργασία
* βαπτισμένος
* εμβαπτισμένος