ἀβάπτιστος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἀβάπτιστος, -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει βραχεί, δεν έχει μπει μέσα σε νερό, αλλά και ο ἀβύθιστος
- αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με υγρό
- ελληνιστική αυτός που δεν έχει βαπτιστεί, ο αβάπτιστος