Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷabʰ-

  Ρήμα επεξεργασία

βάπτω

  1. βουλιάζω, βυθίζω
  2. βάφω
  3. γεμίζω την κούπα με κρασί βυθίζοντάς την σε δοχείο που έχει κρασί

  Πηγές επεξεργασία