αβάφτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάφτιστος < αρχαία ελληνική ἀβάπτιστος < ἀ- + βαπτίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααβάφτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει βαφτιστεί
- το μωρό είναι κιόλας δύο χρονώ κι είναι ακόμα αβάφτιστο
αβάφτιστος, -η, -ο