↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβάφτιστος η αβάφτιστη το αβάφτιστο
      γενική του αβάφτιστου της αβάφτιστης του αβάφτιστου
    αιτιατική τον αβάφτιστο την αβάφτιστη το αβάφτιστο
     κλητική αβάφτιστε αβάφτιστη αβάφτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβάφτιστοι οι αβάφτιστες τα αβάφτιστα
      γενική των αβάφτιστων των αβάφτιστων των αβάφτιστων
    αιτιατική τους αβάφτιστους τις αβάφτιστες τα αβάφτιστα
     κλητική αβάφτιστοι αβάφτιστες αβάφτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβάφτιστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβάπτιστος[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈva.fti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βά‐φτι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβάφτιστος, -η, -ο

  • που δεν έχει βαφτιστεί
    ⮡ το μωρό είναι κιόλας δύο χρονών κι είναι ακόμα αβάφτιστο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβάφτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αβάφτιστοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)