πλυσταριό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλυσταριό < πλύστρ(α) + -αριό με ανομοιωτική αποβολή του [ɾ] από το πλυστρ-[1] < πλύση < πλύνω (πλένω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pli.staɾˈʝo/ & /pli.staɾˈi̯o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλυ‐στα‐ριό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλυσταριό ουδέτερο
- ο χώρος κατάλληλος και ειδικά διαμορφωμένος για το πλύσιμο ρούχων
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλυσταριό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πλυσταριό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας