Ετυμολογία

επεξεργασία
buanderie < → δείτε τη λέξη buer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɥɑ̃.dʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
buanderie buanderies

buanderie (fr) θηλυκό

  1. το πλυσταριό
  2. (Κεμπέκ) το καθαριστήριο

Συγγενικά

επεξεργασία