Ετυμολογία

επεξεργασία
buanderie <  δείτε τη λέξη buer

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
buanderie buanderies

buanderie (fr) θηλυκό

  1. το πλυσταριό
  2. (Κεμπέκ) το καθαριστήριο

Συγγενικά

επεξεργασία