buanderie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- buanderie < → δείτε τη λέξη buer
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
buanderie | buanderies |
buanderie (fr) θηλυκό
- το πλυσταριό
- (Κεμπέκ) το καθαριστήριο
ενικός | πληθυντικός |
buanderie | buanderies |
buanderie (fr) θηλυκό