Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτωχοπλυσταριό τα φτωχοπλυσταριά
      γενική του φτωχοπλυσταριού των φτωχοπλυσταριών
    αιτιατική το φτωχοπλυσταριό τα φτωχοπλυσταριά
     κλητική φτωχοπλυσταριό φτωχοπλυσταριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτωχοπλυσταριό < φτωχο- + πλυσταριό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fto.xo.pli.staɾˈʝo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτωχοπλυσταριό ουδέτερο

  • χώρος στον οποίο πλενόντουσαν τα παλιά χρόνια οι άποροι
    ※  Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
    με τ' άσπρο νυφικό του
    τις κοπελιές που πλένονται
    στο φτωχοπλυσταριό.
    Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988), Σαββατόβραδο (απόσπασμα). Μελοποίηση: {{w:|Μίκης Θεοδωράκης}}

  Μεταφράσεις επεξεργασία