φτωχοπλυσταριό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
φτωχοπλυσταριό < φτωχο- + πλυσταριό
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτωχοπλυσταριό ουδέτερο
- χώρος στον οποίο πλενόντουσαν τα παλιά χρόνια οι άποροι
- ※ Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ' άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.- Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988), Σαββατόβραδο (απόσπασμα). Μελοποίηση: {{w:|Μίκης Θεοδωράκης}}
- ※ Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
Μεταφράσεις επεξεργασία
φτωχοπλυσταριό
|