εκκαθαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκαθαρίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκκαθαρίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκκαθαρίζω (παθητική φωνή: εκκαθαρίζομαι)
- (λόγιο) διώχνω όσους θεωρούνται ανεπιθύμητοι ή ανίκανοι
- (οικονομία) υπολογίζω το τελικό πιστωτικό ή χρεωστικό υπόλοιπο
Συγγενικά
επεξεργασία- ανεκκαθάριστος
- εκκαθάριση
- εκκαθαρισμένος
- εκκαθαριστής
- εκκαθαριστικά
- εκκαθαριστικό
- εκκαθαριστικός
- εκκαθαρίστρια
- → δείτε τις λέξεις καθαρίζω και καθαρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκκαθαρίζω | εκκαθάριζα | θα εκκαθαρίζω | να εκκαθαρίζω | εκκαθαρίζοντας | |
β' ενικ. | εκκαθαρίζεις | εκκαθάριζες | θα εκκαθαρίζεις | να εκκαθαρίζεις | εκκαθάριζε | |
γ' ενικ. | εκκαθαρίζει | εκκαθάριζε | θα εκκαθαρίζει | να εκκαθαρίζει | ||
α' πληθ. | εκκαθαρίζουμε | εκκαθαρίζαμε | θα εκκαθαρίζουμε | να εκκαθαρίζουμε | ||
β' πληθ. | εκκαθαρίζετε | εκκαθαρίζατε | θα εκκαθαρίζετε | να εκκαθαρίζετε | εκκαθαρίζετε | |
γ' πληθ. | εκκαθαρίζουν(ε) | εκκαθάριζαν εκκαθαρίζαν(ε) |
θα εκκαθαρίζουν(ε) | να εκκαθαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκκαθάρισα | θα εκκαθαρίσω | να εκκαθαρίσω | εκκαθαρίσει | ||
β' ενικ. | εκκαθάρισες | θα εκκαθαρίσεις | να εκκαθαρίσεις | εκκαθάρισε | ||
γ' ενικ. | εκκαθάρισε | θα εκκαθαρίσει | να εκκαθαρίσει | |||
α' πληθ. | εκκαθαρίσαμε | θα εκκαθαρίσουμε | να εκκαθαρίσουμε | |||
β' πληθ. | εκκαθαρίσατε | θα εκκαθαρίσετε | να εκκαθαρίσετε | εκκαθαρίστε | ||
γ' πληθ. | εκκαθάρισαν εκκαθαρίσαν(ε) |
θα εκκαθαρίσουν(ε) | να εκκαθαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκκαθαρίσει | είχα εκκαθαρίσει | θα έχω εκκαθαρίσει | να έχω εκκαθαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκκαθαρίσει | είχες εκκαθαρίσει | θα έχεις εκκαθαρίσει | να έχεις εκκαθαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκκαθαρίσει | είχε εκκαθαρίσει | θα έχει εκκαθαρίσει | να έχει εκκαθαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκκαθαρίσει | είχαμε εκκαθαρίσει | θα έχουμε εκκαθαρίσει | να έχουμε εκκαθαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκκαθαρίσει | είχατε εκκαθαρίσει | θα έχετε εκκαθαρίσει | να έχετε εκκαθαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκκαθαρίσει | είχαν εκκαθαρίσει | θα έχουν εκκαθαρίσει | να έχουν εκκαθαρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκκαθαρίζω
|