Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιστωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Πολυλεκτικοί όροι
1.3.1
εκφράσεις
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιστωτικ
ός
η
πιστωτικ
ή
το
πιστωτικ
ό
γενική
του
πιστωτικ
ού
της
πιστωτικ
ής
του
πιστωτικ
ού
αιτιατική
τον
πιστωτικ
ό
την
πιστωτικ
ή
το
πιστωτικ
ό
κλητική
πιστωτικ
έ
πιστωτικ
ή
πιστωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιστωτικ
οί
οι
πιστωτικ
ές
τα
πιστωτικ
ά
γενική
των
πιστωτικ
ών
των
πιστωτικ
ών
των
πιστωτικ
ών
αιτιατική
τους
πιστωτικ
ούς
τις
πιστωτικ
ές
τα
πιστωτικ
ά
κλητική
πιστωτικ
οί
πιστωτικ
ές
πιστωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιστωτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πιστωτικός
, -ή, -ό
που αναφέρεται στην παροχή
πίστωσης
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
πιστωτική κάρτα
πιστωτικό ίδρυμα
πιστωτικός κίνδυνος
πιστωτικός λογαριασμός
εκφράσεις
επεξεργασία
πιστωτική
κρίση
Συγγενικά
επεξεργασία
πιστώνω
πίστωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιστωτικός
αγγλικά
:
credit
(en)
γαλλικά
:
crédit
(fr)