πιστωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιστωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπιστωτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην παροχή πίστωσης
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαεκφράσεις
επεξεργασία- πιστωτική κρίση
πιστωτικός, -ή, -ό