Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστωτικός η πιστωτική το πιστωτικό
      γενική του πιστωτικού της πιστωτικής του πιστωτικού
    αιτιατική τον πιστωτικό την πιστωτική το πιστωτικό
     κλητική πιστωτικέ πιστωτική πιστωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστωτικοί οι πιστωτικές τα πιστωτικά
      γενική των πιστωτικών των πιστωτικών των πιστωτικών
    αιτιατική τους πιστωτικούς τις πιστωτικές τα πιστωτικά
     κλητική πιστωτικοί πιστωτικές πιστωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστωτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πιστωτικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία