πιστωτικός λογαριασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπιστωτικός λογαριασμός (οικονομία)
- λογαριασμός σε τράπεζα
- που δεν είναι απλά χρεωστικός αλλά επιτρέπει δόσεις ακόμα και με χρήματα που δεν υπάρχουν ακόμα, όμως υπάρχει πίστη επί αυτών (βεβαίωση μισθοδοσίας, φορολογική δήλωση)·
- που επιτρέπει στον κάτοχό του να δανειστεί χρήματα
- επιστροφή χρημάτων ή πίστωση για μελλοντικό, επόμενο λογαριασμό (π.χ. ρεύματος) ή αγορά