Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστωτικός κίνδυνος < → δείτε τις λέξεις  πιστωτικός και κίνδυνος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική credit risk

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πιστωτικός κίνδυνος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία