πιστώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπιστώνω, πρτ.: πίστωνα, στ.μέλλ.: θα πιστώσω, αόρ.: πίστωσα, παθ.φωνή: πιστώνομαι, μτχ.π.π.: πιστωμένος
- παρέχω πίστωση
- εγγράφω σε λογαριασμό κάποιου ένα χρηματικό ποσό που πρέπει ή μπορεί να πληρωθεί σε αυτόν όταν το ζητήσει
- καταλογίζω κάτι στα θετικά ενός ανθρώπου
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιστώνω | πίστωνα | θα πιστώνω | να πιστώνω | πιστώνοντας | |
β' ενικ. | πιστώνεις | πίστωνες | θα πιστώνεις | να πιστώνεις | πίστωνε | |
γ' ενικ. | πιστώνει | πίστωνε | θα πιστώνει | να πιστώνει | ||
α' πληθ. | πιστώνουμε | πιστώναμε | θα πιστώνουμε | να πιστώνουμε | ||
β' πληθ. | πιστώνετε | πιστώνατε | θα πιστώνετε | να πιστώνετε | πιστώνετε | |
γ' πληθ. | πιστώνουν(ε) | πίστωναν πιστώναν(ε) |
θα πιστώνουν(ε) | να πιστώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πίστωσα | θα πιστώσω | να πιστώσω | πιστώσει | ||
β' ενικ. | πίστωσες | θα πιστώσεις | να πιστώσεις | πίστωσε | ||
γ' ενικ. | πίστωσε | θα πιστώσει | να πιστώσει | |||
α' πληθ. | πιστώσαμε | θα πιστώσουμε | να πιστώσουμε | |||
β' πληθ. | πιστώσατε | θα πιστώσετε | να πιστώσετε | πιστώστε | ||
γ' πληθ. | πίστωσαν πιστώσαν(ε) |
θα πιστώσουν(ε) | να πιστώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιστώσει | είχα πιστώσει | θα έχω πιστώσει | να έχω πιστώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιστώσει | είχες πιστώσει | θα έχεις πιστώσει | να έχεις πιστώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιστώσει | είχε πιστώσει | θα έχει πιστώσει | να έχει πιστώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιστώσει | είχαμε πιστώσει | θα έχουμε πιστώσει | να έχουμε πιστώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιστώσει | είχατε πιστώσει | θα έχετε πιστώσει | να έχετε πιστώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιστώσει | είχαν πιστώσει | θα έχουν πιστώσει | να έχουν πιστώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιστώνομαι | πιστωνόμουν(α) | θα πιστώνομαι | να πιστώνομαι | ||
β' ενικ. | πιστώνεσαι | πιστωνόσουν(α) | θα πιστώνεσαι | να πιστώνεσαι | (πιστώνου) | |
γ' ενικ. | πιστώνεται | πιστωνόταν(ε) | θα πιστώνεται | να πιστώνεται | ||
α' πληθ. | πιστωνόμαστε | πιστωνόμαστε πιστωνόμασταν |
θα πιστωνόμαστε | να πιστωνόμαστε | ||
β' πληθ. | πιστώνεστε | πιστωνόσαστε πιστωνόσασταν |
θα πιστώνεστε | να πιστώνεστε | (πιστώνεστε) | |
γ' πληθ. | πιστώνονται | πιστώνονταν πιστωνόντουσαν |
θα πιστώνονται | να πιστώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιστώθηκα | θα πιστωθώ | να πιστωθώ | πιστωθεί | ||
β' ενικ. | πιστώθηκες | θα πιστωθείς | να πιστωθείς | πιστώσου | ||
γ' ενικ. | πιστώθηκε | θα πιστωθεί | να πιστωθεί | |||
α' πληθ. | πιστωθήκαμε | θα πιστωθούμε | να πιστωθούμε | |||
β' πληθ. | πιστωθήκατε | θα πιστωθείτε | να πιστωθείτε | πιστωθείτε | ||
γ' πληθ. | πιστώθηκαν πιστωθήκαν(ε) |
θα πιστωθούν(ε) | να πιστωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πιστωθεί | είχα πιστωθεί | θα έχω πιστωθεί | να έχω πιστωθεί | πιστωμένος | |
β' ενικ. | έχεις πιστωθεί | είχες πιστωθεί | θα έχεις πιστωθεί | να έχεις πιστωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πιστωθεί | είχε πιστωθεί | θα έχει πιστωθεί | να έχει πιστωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πιστωθεί | είχαμε πιστωθεί | θα έχουμε πιστωθεί | να έχουμε πιστωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πιστωθεί | είχατε πιστωθεί | θα έχετε πιστωθεί | να έχετε πιστωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πιστωθεί | είχαν πιστωθεί | θα έχουν πιστωθεί | να έχουν πιστωθεί |