Ετυμολογία

επεξεργασία
πιστώνω < πιστόω < πίστις

πιστώνω, πρτ.: πίστωνα, στ.μέλλ.: θα πιστώσω, αόρ.: πίστωσα, παθ.φωνή: πιστώνομαι, μτχ.π.π.: πιστωμένος

  1. παρέχω πίστωση
  2. εγγράφω σε λογαριασμό κάποιου ένα χρηματικό ποσό που πρέπει ή μπορεί να πληρωθεί σε αυτόν όταν το ζητήσει
  3. καταλογίζω κάτι στα θετικά ενός ανθρώπου

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία