Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιστωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιστωμέν
ος
η
πιστωμέν
η
το
πιστωμέν
ο
γενική
του
πιστωμέν
ου
της
πιστωμέν
ης
του
πιστωμέν
ου
αιτιατική
τον
πιστωμέν
ο
την
πιστωμέν
η
το
πιστωμέν
ο
κλητική
πιστωμέν
ε
πιστωμέν
η
πιστωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιστωμέν
οι
οι
πιστωμέν
ες
τα
πιστωμέν
α
γενική
των
πιστωμέν
ων
των
πιστωμέν
ων
των
πιστωμέν
ων
αιτιατική
τους
πιστωμέν
ους
τις
πιστωμέν
ες
τα
πιστωμέν
α
κλητική
πιστωμέν
οι
πιστωμέν
ες
πιστωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιστωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πιστώνω
Μετοχή
επεξεργασία
πιστωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
πιστώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιστωμένος