πιστωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπιστωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πιστωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πιστωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πιστωμένος
πιστωμένων