πίστις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πιστῐ- πιστε- | |||||||||
ιωνικοί τύποι | ιωνικοί τύποι | ||||||||
ονομαστική | ἡ | πίστῐς | αἱ | πίστεις | πίστῑς | ||||
γενική | τῆς | πίστεως | πίστιος | τῶν | πίστεων | ||||
δοτική | τῇ | πίστει | πίστῑ | ταῖς | πίστεσῐ(ν) | πίστισι | |||
αιτιατική | τὴν | πίστῐν | τὰς | πίστεις | πίστῑς | ||||
κλητική ὦ! | πίστῐ | πίστεις | |||||||
δυϊκός | |||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πίστει | |||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πιστέοιν | |||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίστις < *πιθ-τις < μεταπτωτική βαθμίδα πιθ- που συναντάμε στο πείθω [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίστις, -εως θηλυκό
- εμπιστοσύνη
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 372 Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πίστεις δ᾽ ἄρα ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας
- Γιατί η ευπιστία και η δυσπιστία εξίσου καταστρέφουν τους ανθρώπους
- πίστεις δ᾽ ἄρα ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 372 Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πίστη
- ※ Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων. (Ἀποστόλου Παύλου, Πρὸς Ἑβραίους, 11.1)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πείθω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πίστις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίστις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.