Δείτε επίσης: πίστις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πύστῐς αἱ πύστεις
      γενική τῆς πύστεως τῶν πύστεων
      δοτική τῇ πύστει ταῖς πύστεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πύστῐν τὰς πύστεις
     κλητική ! πύστῐ πύστεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πύστει
γεν-δοτ τοῖν  πυστέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πύστις < πυνθάνομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πύστις, -εως θηλυκό, σπανιότερος τύπος του πεῦσις

  1. ερώτηση, εξέταση
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 5.2
    δηλοῦσι δὲ τῶν τε ἠπειρωτῶν τινὲς ἔτι καὶ νῦν, οἷς κόσμος καλῶς τοῦτο δρᾶν, καὶ οἱ παλαιοὶ τῶν ποιητῶν τὰς πύστεις τῶν καταπλεόντων πανταχοῦ ὁμοίως ἐρωτῶντες εἰ λῃσταί εἰσιν,
    Τούτο, άλλωστε, φαίνεται τόσο από το ότι και σήμερα ακόμα μερικοί στεριανοί υπερηφανεύονται επειδή είναι ληστές, όσο και από το ότι στους στίχους των παλαιών ποιητών υπάρχουν στερεότυπες ερωτήσεις προς τα καράβια που εισπλέουν κάπου αν είναι πειρατικά.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. καθετί που γίνεται γνωστό μετά από υποβολή ερωτήσεων, πληροφορία, φήμη
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 690 (690-692)
    ὡς ἢν μὲν ἔλθηι πύστις εὐτυχὴς σέθεν, | ὀλολύξεται πᾶν δῶμα· θνήισκοντος δέ σου | τἀναντί᾽ ἔσται τῶνδε· ταῦτα σοὶ λέγω.
    Κι όταν έρθει δικό σου μήνυμα καλό, | το σπίτι θ᾽ αντιβουίξει ολάκερο· όμως αν σκοτωθείς, | τ᾽ αντίθετα θα γίνουν· αυτά είχα να σου πω.
    Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία