υποβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποβολή | οι | υποβολές |
γενική | της | υποβολής | των | υποβολών |
αιτιατική | την | υποβολή | τις | υποβολές |
κλητική | υποβολή | υποβολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποβολή < ὑποβάλλω < ὑπό (υπο-) + βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποβολή θηλυκό
- θέτω κάτι στην κρίση άλλου
- υποβολή αίτησης
- επιβάλλω ιδέες ή προτρέπω κάποιον σε ενέργειες με έμμεσο, κρυφό τρόπο ή με ύπνωση
- Τον μετάπεισε με τον τρόπο της, του έκανε υποβολή
Συγγενικά
επεξεργασία- συνυποβολή
- → και δείτε τις λέξεις υποβάλλω και βολή
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποβολή