ὑποβολή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑποβολή | αἱ | ὑποβολαί |
γενική | τῆς | ὑποβολῆς | τῶν | ὑποβολῶν |
δοτική | τῇ | ὑποβολῇ | ταῖς | ὑποβολαῖς |
αιτιατική | τὴν | ὑποβολήν | τὰς | ὑποβολᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ὑποβολή | ὑποβολαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑποβολᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑποβολαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὑποβολή, -ῆς θηλυκό
- (αρχική σημασία, μεταφορικά)
- υποβολή, ένδειξη, αναφορά
- ύπουλη επιρροή
- (για νόθα παιδιά) μυστική αντικατάσταση, τοποθέτηση νόθου τέκνου στη θέση γνησίου
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 7, 538a
- τοῦτον ἔχεις μαντεύσασθαι πῶς ἂν διατεθείη πρός τε τοὺς κόλακας καὶ πρὸς τοὺς ὑποβαλομένους ἐν ἐκείνῳ τε τῷ χρόνῳ ᾧ οὐκ ᾔδει τὰ περὶ τῆς ὑποβολῆς, καὶ ἐν ᾧ αὖ ᾔδει;
- μπορείς να φανταστείς ποιά θα είναι τα αισθήματά του απέναντι στους κόλακές του και στους θετούς γονείς του, και τον καιρό που δεν ήξερε ακόμα για την υποβολή του και τότε που την έμαθε;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- τοῦτον ἔχεις μαντεύσασθαι πῶς ἂν διατεθείη πρός τε τοὺς κόλακας καὶ πρὸς τοὺς ὑποβαλομένους ἐν ἐκείνῳ τε τῷ χρόνῳ ᾧ οὐκ ᾔδει τὰ περὶ τῆς ὑποβολῆς, καὶ ἐν ᾧ αὖ ᾔδει;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 7, 538a
- (για νόθα παιδιά) μυστική αντικατάσταση, τοποθέτηση νόθου τέκνου στη θέση γνησίου
- υποβολή ή τοποθέτηση, άπλωμα κάτω
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus I-VI, 9.2.2, p.196 @scaife.perseus
- καὶ τελευτῶν οὕτω παχὺ ποιήσεις ὡς διὰ μήλης πυρῆνος ὑπαλείφεν καθ’ ὑποβολὴν ἢ ἐκτροπὴν τοῦ βλεφάρου.
- ΣτΕ: Ο Γαληνός αναφέρεται σε μία θεραπεία φλεγμονής των βλεφάρων.
- καὶ τελευτῶν οὕτω παχὺ ποιήσεις ὡς διὰ μήλης πυρῆνος ὑπαλείφεν καθ’ ὑποβολὴν ἢ ἐκτροπὴν τοῦ βλεφάρου.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 2.30 @scaife.perseus
- νῦν δὲ τὴν τῶν στρωμάτων σύνθεσιν περιβολῇ χωρίζουσι καὶ ὑποβολῇ, φησὶ Πλάτων ὁ φιλόσοφος,
- ≠ αντώνυμα: περιβολή
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus I-VI, 9.2.2, p.196 @scaife.perseus
- εισήγηση, πρόταση, υπόδειξη
- υπόθεση ενός λόγου, θέμα ομιλίας
- (ελληνιστική σημασία κυριολεκτικά, μεταφορικά) βάση, θεμέλιο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τῆς Ῥωμαίων τύχης, 8 320b @scaife.perseus
- εὐθὺς οὖν τίς οὐκ ἂν εἴποι πρὸς τὴν Ῥωμύλου γένεσιν καὶ σωτηρίαν καί, τροφὴν καὶ αὔξησιν τὴν μὲν Τύχην ὑποβολὰς κατατεθεῖσθαι τὴν δʼ Ἀρετὴν ἐξῳκοδομηκέναι;
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τῆς Ῥωμαίων τύχης, 8 320b @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία , για κλειδιά) αντικατάσταση κλειδιών με άλλα, ψεύτικα, με αντικλείδια
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ρωμύλος, 22.3 @scaife.perseus
- ἔθηκε δὲ καὶ νόμους τινάς, ὧν σφοδρὸς μέν ἐστιν ὁ γυναικὶ μὴ διδοὺς ἀπολείπειν ἄνδρα, γυναῖκα δὲ διδοὺς ἐκβάλλειν[*] ἐπὶ φαρμακείᾳ τέκνων ἢ κλειδῶν ὑποβολῇ[*] καὶ μοιχευθεῖσαν·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ρωμύλος, 22.3 @scaife.perseus
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ὑποβάλλω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υποβάλλω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ὑποβολή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑποβολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.