↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑποβολή αἱ ὑποβολαί
      γενική τῆς ὑποβολῆς τῶν ὑποβολῶν
      δοτική τῇ ὑποβολ ταῖς ὑποβολαῖς
    αιτιατική τὴν ὑποβολήν τὰς ὑποβολᾱ́ς
     κλητική ! ὑποβολή ὑποβολαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑποβολᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὑποβολαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑποβολή < ὑποβολ- (ὑποβάλλω / ὑπο- + θέμα βολ- του βάλλω) + [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑποβολή, -ῆς θηλυκό

  1. (αρχική σημασία, μεταφορικά)
    1. υποβολή, ένδειξη, αναφορά
    2. ύπουλη επιρροή
      • (για νόθα παιδιά) μυστική αντικατάσταση, τοποθέτηση νόθου τέκνου στη θέση γνησίου
        ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 7, 538a
        τοῦτον ἔχεις μαντεύσασθαι πῶς ἂν διατεθείη πρός τε τοὺς κόλακας καὶ πρὸς τοὺς ὑποβαλομένους ἐν ἐκείνῳ τε τῷ χρόνῳ ᾧ οὐκ ᾔδει τὰ περὶ τῆς ὑποβολῆς, καὶ ἐν ᾧ αὖ ᾔδει;
        μπορείς να φανταστείς ποιά θα είναι τα αισθήματά του απέναντι στους κόλακές του και στους θετούς γονείς του, και τον καιρό που δεν ήξερε ακόμα για την υποβολή του και τότε που την έμαθε;
        Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  2. υποβολή ή τοποθέτηση, άπλωμα κάτω
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus I-VI, 9.2.2, p.196 @scaife.perseus
    καὶ τελευτῶν οὕτω παχὺ ποιήσεις ὡς διὰ μήλης πυρῆνος ὑπαλείφεν καθ’ ὑποβολὴν ἢ ἐκτροπὴν τοῦ βλεφάρου.
    ΣτΕ: Ο Γαληνός αναφέρεται σε μία θεραπεία φλεγμονής των βλεφάρων.
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 2.30 @scaife.perseus
    νῦν δὲ τὴν τῶν στρωμάτων σύνθεσιν περιβολῇ χωρίζουσι καὶ ὑποβολῇ, φησὶ Πλάτων ὁ φιλόσοφος,
     αντώνυμα: περιβολή
  3. εισήγηση, πρόταση, υπόδειξη
  4. υπόθεση ενός λόγου, θέμα ομιλίας
  5. (ελληνιστική σημασία κυριολεκτικά, μεταφορικά) βάση, θεμέλιο
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τῆς Ῥωμαίων τύχης, 8 320b @scaife.perseus
    εὐθὺς οὖν τίς οὐκ ἂν εἴποι πρὸς τὴν Ῥωμύλου γένεσιν καὶ σωτηρίαν καί, τροφὴν καὶ αὔξησιν τὴν μὲν Τύχην ὑποβολὰς κατατεθεῖσθαι τὴν δʼ Ἀρετὴν ἐξῳκοδομηκέναι;
  6. (ελληνιστική σημασία , για κλειδιά) αντικατάσταση κλειδιών με άλλα, ψεύτικα, με αντικλείδια
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ρωμύλος, 22.3 @scaife.perseus
    ἔθηκε δὲ καὶ νόμους τινάς, ὧν σφοδρὸς μέν ἐστιν ὁ γυναικὶ μὴ διδοὺς ἀπολείπειν ἄνδρα, γυναῖκα δὲ διδοὺς ἐκβάλλειν[*] ἐπὶ φαρμακείᾳ τέκνων ἢ κλειδῶν ὑποβολῇ[*] καὶ μοιχευθεῖσαν·

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὑποβάλλω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. υποβάλλω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.