Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑποβάλλω < λείπει η ετυμολογία

ὑποβάλλω

  1. ρίχνω, πετώ, βάζω ή απλώνω από κάτω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 353 (στίχοι 352-353)
    τάων ἡ μὲν ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλά, | πορφύρεα καθύπερθ᾽, ὑπένερθε δὲ λῖθ᾽ ὑπέβαλλεν·
    Έβαλε τότε η μία στους θρόνους πάνω όμορφα στρωσίδια, | πορφυρά, απλώνοντας λινό πανί από κάτω.
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
  2. θέτω από κάτω, ως θεμέλιο, βάση
  3. υποτάσσω
  4. υπαινίσσομαι, ψιθυρίζω, όπως κάνει ο υποβολέας
    ※  4ος πκε αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 22
    αὐτὸς ὑποβάλλει καὶ διδάσκει ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν·
    Ο ίδιος ο νόμος απαντά και εξηγεί όσα πρέπει να γράψει·
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  5. υπαγορεύω
    ※  4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 251
    καὶ νομιεῖν τὰς μὲν βλασφημίας τὰς ἐνούσας ἐν τῷ βιβλίῳ τὸν φθόνον ὑποβαλεῖν,
    και θα πιστέψουν ότι οι βλασφημίες που υπάρχουν μέσα στο φυλλάδιό σου υπαγορεύονται από τον φθόνο σου.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 231
    ἐπειδὴ γὰρ ἡσυχίας ἐπελαβόμην, οὐ πρότερον ἐπαυσάμην, πρὶν ὑπέβαλον τῷ παιδὶ τὸν λόγον ὃν ὀλίγῳ μὲν πρότερον μεθ᾽ ἡδονῆς διῆλθον,
    Γιατί, αφού ξεκουράστηκα, δεν σταμάτησα παρά μόνο όταν υπαγόρευσα στον γραμματέα τον λόγο μου, που λίγο πρωτύτερα είχα αναπτύξει με ευχαρίστηση,
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  6. διακόπτω ομιλητή
  7. δωροδοκώ
  8. (στη μέση φωνή) παίρνω ξένο ή νόθο παιδί αντί του δικού μου
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 639 (638-639)
    δουλίου δ᾽ ἀφ᾽ αἵματος | μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην λάθρᾳ;
    Μήπως μ᾽ έκαμε μια δούλη | και στης γριάς σου κλεφτά τον κόρφο μπήκα;
    Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  9. (στη μέση φωνή) κάνω λανθασμένες υποδείξεις, προτάσεις
  10. (στη μέση φωνή) οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι, διαρπάζω


Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη βάλλω