Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιοποιούμαι < (ελληνιστική κοινή) ἰδιοποιοῦμαι < ἴδιος +ποιέομαι, -οῦμαι

ιδιοποιούμαι (αποθετικό ρήμα)

  • κάνω αυθαίρετα δικό μου κάτι που δεν μου ανήκει
    οι «δυνατοί» επιδίωκαν να ιδιοποιηθούν τη γη των φτωχών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία