οικειοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικειοποιούμαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκειοποιοῦμαι, συνηρημένος τύπος του οἰκειοποιέομαι < οἰκεῖον + ποιέομαι, ποιοῦμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ci.o.piˈu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κει‐ο‐ποι‐ού‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαοικειοποιούμαι, πρτ.: οικειοποιόμουν/οικειοποιούμην, αόρ.: οικειοποιήθηκα, μτχ.π.π.: οικειοποιημένος (αποθετικό ρήμα)
- (μεταβατικό) κάνω δικό μου κάτι που ανήκει σε άλλον
- μην προσπαθήσεις να οικειοποιηθείς την περιουσία μου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- οικειοποίηση
- → και δείτε τη λέξη οικείος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οικειοποιούμαι | οικειοποιούμουν | θα οικειοποιούμαι | να οικειοποιούμαι | ||
β' ενικ. | οικειοποιείσαι | οικειοποιούσουν | θα οικειοποιείσαι | να οικειοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | οικειοποιείται | οικειοποιούνταν | θα οικειοποιείται | να οικειοποιείται | ||
α' πληθ. | οικειοποιούμαστε | οικειοποιούμασταν οικειοποιούμαστε |
θα οικειοποιούμαστε | να οικειοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | οικειοποιείστε | οικειοποιούσασταν οικειοποιούσαστε |
θα οικειοποιείστε | να οικειοποιείστε | οικειοποιείστε | |
γ' πληθ. | οικειοποιούνται | οικειοποιούνταν | θα οικειοποιούνται | να οικειοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οικειοποιήθηκα | θα οικειοποιηθώ | να οικειοποιηθώ | οικειοποιηθεί | ||
β' ενικ. | οικειοποιήθηκες | θα οικειοποιηθείς | να οικειοποιηθείς | οικειοποιήσου | ||
γ' ενικ. | οικειοποιήθηκε | θα οικειοποιηθεί | να οικειοποιηθεί | |||
α' πληθ. | οικειοποιηθήκαμε | θα οικειοποιηθούμε | να οικειοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | οικειοποιηθήκατε | θα οικειοποιηθείτε | να οικειοποιηθείτε | οικειοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | οικειοποιήθηκαν οικειοποιηθήκαν(ε) |
θα οικειοποιηθούν(ε) | να οικειοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω οικειοποιηθεί | είχα οικειοποιηθεί | θα έχω οικειοποιηθεί | να έχω οικειοποιηθεί | οικειοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις οικειοποιηθεί | είχες οικειοποιηθεί | θα έχεις οικειοποιηθεί | να έχεις οικειοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει οικειοποιηθεί | είχε οικειοποιηθεί | θα έχει οικειοποιηθεί | να έχει οικειοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε οικειοποιηθεί | είχαμε οικειοποιηθεί | θα έχουμε οικειοποιηθεί | να έχουμε οικειοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε οικειοποιηθεί | είχατε οικειοποιηθεί | θα έχετε οικειοποιηθεί | να έχετε οικειοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν οικειοποιηθεί | είχαν οικειοποιηθεί | θα έχουν οικειοποιηθεί | να έχουν οικειοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικειοποιούμαι