Δείτε επίσης: υποβολιμαίος, αποβολιμαίος, ἀποβολιμαῖος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὑποβολιμαῖος τὸ ὑποβολιμαῖον οἱ, αἱ ὑποβολιμαῖοι τὰ ὑποβολιμαῖα
Γενική τοῦ, τῆς ὑποβολιμαίου τοῦ ὑποβολιμαίου τῶν ὑποβολιμαίων τῶν ὑποβολιμαίων
Δοτική τῷ, τῇ ὑποβολιμαίῳ τῷ ὑποβολιμαίῳ τοῖς, ταῖς ὑποβολιμαίοις τοῖς ὑποβολιμαίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὑποβολιμαῖον τὸ ὑποβολιμαῖον τοὺς, τὰς ὑποβολιμαίους τὰ ὑποβολιμαῖα
Κλητική ὑποβολιμαῖε ὑποβολιμαῖον ὑποβολιμαῖοι ὑποβολιμαῖα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὑποβολιμαίω
Γενική-Δοτική ὑποβολιμαίοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑποβολιμαῖος < ὑποβολή < ὑποβάλλω < ὑπό + βάλλω

  Επίθετο επεξεργασία

ὑποβολιμαῖος, -ος, -ον

  1. που δίνεται κρυφά, για να αντικαταστήσει κάποιο γνήσιο (για νόθα τέκνα)
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) μη γνήσιος, ψεύτικος

Συγγενικά επεξεργασία