ὑποβολιμαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὑποβολιμαῖος | τὸ ὑποβολιμαῖον | οἱ, αἱ ὑποβολιμαῖοι | τὰ ὑποβολιμαῖα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὑποβολιμαίου | τοῦ ὑποβολιμαίου | τῶν ὑποβολιμαίων | τῶν ὑποβολιμαίων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὑποβολιμαίῳ | τῷ ὑποβολιμαίῳ | τοῖς, ταῖς ὑποβολιμαίοις | τοῖς ὑποβολιμαίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὑποβολιμαῖον | τὸ ὑποβολιμαῖον | τοὺς, τὰς ὑποβολιμαίους | τὰ ὑποβολιμαῖα |
Κλητική | ὑποβολιμαῖε | ὑποβολιμαῖον | ὑποβολιμαῖοι | ὑποβολιμαῖα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὑποβολιμαίω | |||
Γενική-Δοτική | ὑποβολιμαίοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑποβολιμαῖος, -ος, -ον
- που δίνεται κρυφά, για να αντικαταστήσει κάποιο γνήσιο (για νόθα τέκνα)
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) μη γνήσιος, ψεύτικος