Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποβολιμαίος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀποβολιμαῖος
,
υποβολιμαίος
,
ὑποβολιμαῖος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποβολιμαί
ος
η
αποβολιμαί
α
το
αποβολιμαί
ο
γενική
του
αποβολιμαί
ου
της
αποβολιμαί
ας
του
αποβολιμαί
ου
αιτιατική
τον
αποβολιμαί
ο
την
αποβολιμαί
α
το
αποβολιμαί
ο
κλητική
αποβολιμαί
ε
αποβολιμαί
α
αποβολιμαί
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποβολιμαί
οι
οι
αποβολιμαί
ες
τα
αποβολιμαί
α
γενική
των
αποβολιμαί
ων
των
αποβολιμαί
ων
των
αποβολιμαί
ων
αιτιατική
τους
αποβολιμαί
ους
τις
αποβολιμαί
ες
τα
αποβολιμαί
α
κλητική
αποβολιμαί
οι
αποβολιμαί
ες
αποβολιμαί
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποβολιμαίος
<
αρχαία ελληνική
ἀποβολιμαῖος
Επίθετο
επεξεργασία
αποβολιμαίος, -α, -ο
(
λόγιο
)
αποβλητέος
,
απορριπτέος
,
εξοβελιστέος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποβάλλω
και
βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποβολιμαίος
→
δείτε
τη λέξη
απορριπτέος