αποβολιμαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποβολιμαίος < αρχαία ελληνική ἀποβολιμαῖος
Επίθετο
επεξεργασίααποβολιμαίος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποβολιμαίος
|
Δείτε επίσης : ἀποβολιμαῖος, υποβολιμαίος, ὑποβολιμαῖος |
αποβολιμαίος, -α, -ο
|