εξοβελιστέος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξοβελιστέος < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kso.ve.liˈste.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξο‐βε‐λι‐στέ‐ος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εξοβελιστέος
- που πρέπει να οβελιστεί, να απομακρυνθεί επειγόντως, να βγει από τη μέση
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εξοβελιστέος
|