Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αποβολιμαίο

  1. αποβολιμαίος, στην αιτιατική του ενικού

αποβολιμαίο, ουδέτερο του αποβολιμαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού