Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθυποβάλλω < ελληνιστική κοινή καθυποβάλλω

  Ρήμα επεξεργασία

καθυποβάλλω

  1. λαμβάνω μορφή
  2. υποτάσσω

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθυποβάλλω < καθ- + ὑποβάλλω

  Ρήμα επεξεργασία

καθυποβάλλω (ελληνιστική κοινή)

  1. υποτάσσω
  2. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία