Δείτε επίσης: ὑπαγορεύω, απαγορεύω

Ετυμολογία

επεξεργασία

υπαγορεύω (παθητική φωνή: υπαγορεύομαι)

  1. εκφωνώ ένα κείμενο με αργό ρυθμό ώστε να μπορέσει κάποιος να το γράψει
  2. επιβάλλω κάτι ως αναγκαιότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία