υπαγορεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπαγορεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος υπαγορεύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπαγορεύομαι | υπαγορευόμουν(α) | θα υπαγορεύομαι | να υπαγορεύομαι | ||
β' ενικ. | υπαγορεύεσαι | υπαγορευόσουν(α) | θα υπαγορεύεσαι | να υπαγορεύεσαι | (υπαγορεύου) | |
γ' ενικ. | υπαγορεύεται | υπαγορευόταν(ε) | θα υπαγορεύεται | να υπαγορεύεται | ||
α' πληθ. | υπαγορευόμαστε | υπαγορευόμαστε υπαγορευόμασταν |
θα υπαγορευόμαστε | να υπαγορευόμαστε | ||
β' πληθ. | υπαγορεύεστε | υπαγορευόσαστε υπαγορευόσασταν |
θα υπαγορεύεστε | να υπαγορεύεστε | (υπαγορεύεστε) | |
γ' πληθ. | υπαγορεύονται | υπαγορεύονταν υπαγορευόντουσαν |
θα υπαγορεύονται | να υπαγορεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπαγορεύτηκα | θα υπαγορευτώ | να υπαγορευτώ | υπαγορευτεί | ||
β' ενικ. | υπαγορεύτηκες | θα υπαγορευτείς | να υπαγορευτείς | υπαγορεύσου | ||
γ' ενικ. | υπαγορεύτηκε | θα υπαγορευτεί | να υπαγορευτεί | |||
α' πληθ. | υπαγορευτήκαμε | θα υπαγορευτούμε | να υπαγορευτούμε | |||
β' πληθ. | υπαγορευτήκατε | θα υπαγορευτείτε | να υπαγορευτείτε | υπαγορευτείτε | ||
γ' πληθ. | υπαγορεύτηκαν υπαγορευτήκαν(ε) |
θα υπαγορευτούν(ε) | να υπαγορευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπαγορευτεί | είχα υπαγορευτεί | θα έχω υπαγορευτεί | να έχω υπαγορευτεί | υπαγορευμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπαγορευτεί | είχες υπαγορευτεί | θα έχεις υπαγορευτεί | να έχεις υπαγορευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπαγορευτεί | είχε υπαγορευτεί | θα έχει υπαγορευτεί | να έχει υπαγορευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπαγορευτεί | είχαμε υπαγορευτεί | θα έχουμε υπαγορευτεί | να έχουμε υπαγορευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπαγορευτεί | είχατε υπαγορευτεί | θα έχετε υπαγορευτεί | να έχετε υπαγορευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπαγορευτεί | είχαν υπαγορευτεί | θα έχουν υπαγορευτεί | να έχουν υπαγορευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπαγορεύομαι
|