Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπαγορευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπαγορευμέν
ος
η
υπαγορευμέν
η
το
υπαγορευμέν
ο
γενική
του
υπαγορευμέν
ου
της
υπαγορευμέν
ης
του
υπαγορευμέν
ου
αιτιατική
τον
υπαγορευμέν
ο
την
υπαγορευμέν
η
το
υπαγορευμέν
ο
κλητική
υπαγορευμέν
ε
υπαγορευμέν
η
υπαγορευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπαγορευμέν
οι
οι
υπαγορευμέν
ες
τα
υπαγορευμέν
α
γενική
των
υπαγορευμέν
ων
των
υπαγορευμέν
ων
των
υπαγορευμέν
ων
αιτιατική
τους
υπαγορευμέν
ους
τις
υπαγορευμέν
ες
τα
υπαγορευμέν
α
κλητική
υπαγορευμέν
οι
υπαγορευμέν
ες
υπαγορευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπαγορευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υπαγορεύω
Μετοχή
επεξεργασία
υπαγορευμένος, -η, -ο
που έχει
υπαγορευθεί
→
δείτε
τη λέξη
υπαγορεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπαγορευμένος
αγγλικά
:
dictated
(en)
,
imposed
(en)