Δείτε επίσης: απαγόρευση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπαγόρευση οι υπαγορεύσεις
      γενική της υπαγόρευσης* των υπαγορεύσεων
    αιτιατική την υπαγόρευση τις υπαγορεύσεις
     κλητική υπαγόρευση υπαγορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπαγορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.paˈɣo.ɾef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπαγόρευση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπαγόρευση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία