Δείτε επίσης: υπαγορεύω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπαγορεύω < ὑπό + ἀγορεύω

  Ρήμα επεξεργασία

ὑπαγορεύω (αόρ. ὑπεῖπον, παρακ. ὑπείρηκα)

  1. προτείνω
  2. υποδεικνύω
  3. υπαινίσσομαι
  4. εξηγώ
  5. (παθητικό: υπαγορεύομαι) υποδεικνύομαι, υπαγορεύομαι