ὑπαγορεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ὑπαγορεύω (αόρ. ὑπεῖπον, παρακ. ὑπείρηκα)
- προτείνω
- υποδεικνύω
- υπαινίσσομαι
- εξηγώ
- (παθητικό: υπαγορεύομαι) υποδεικνύομαι, υπαγορεύομαι