υπαγορεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
υπαγορεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπαγορεύω
- θα υπαγορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπαγορεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
υπαγορεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπαγόρευση