dictée
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dictée | dictées |
dictée (fr) θηλυκό
- ορθογραφία, η ανάγνωση ενός κειμένου
ενικός | πληθυντικός |
dictée | dictées |
dictée (fr) θηλυκό