άπλωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άπλωμα | τα | απλώματα |
γενική | του | απλώματος | των | απλωμάτων |
αιτιατική | το | άπλωμα | τα | απλώματα |
κλητική | άπλωμα | απλώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άπλωμα < (ελληνιστική κοινή) ἅπλωμα < αρχαία ελληνική ἁπλόω < ἁπλοῦς
Ουσιαστικό επεξεργασία
άπλωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απλώνω
- (ειδικότερα) ξεδίπλωμα, τέντωμα, έκθεση και γενικότερα κρέμασμα ρούχων για στέγνωμα
- (λογοτεχνικό) ανοιχτός χώρος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- άπλωμα στη Βικιπαίδεια
- απλωμός