απλωμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | απλωμός | οι | απλωμοί |
γενική | του | απλωμού | των | απλωμών |
αιτιατική | τον | απλωμό | τους | απλωμούς |
κλητική | απλωμέ | απλωμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπλωμός αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του άπλωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία απλωμός
|
Πηγές
επεξεργασία- απλωμός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)