συνυποβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνυποβολή (μαρτυρείται από το 1888)[1]< συνυποβάλλω. Μορφολογικά αναλύεται σε συν + υποβολή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνυποβολή θηλυκό
- (για έγγραφα, δικαιολογητικά) το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του συνυποβάλλω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις υποβολή, συνυποβάλλω, υποβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνυποβολή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 965, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- συνυποβολή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)