Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκαθαριστικός η εκκαθαριστική το εκκαθαριστικό
      γενική του εκκαθαριστικού της εκκαθαριστικής του εκκαθαριστικού
    αιτιατική τον εκκαθαριστικό την εκκαθαριστική το εκκαθαριστικό
     κλητική εκκαθαριστικέ εκκαθαριστική εκκαθαριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκαθαριστικοί οι εκκαθαριστικές τα εκκαθαριστικά
      γενική των εκκαθαριστικών των εκκαθαριστικών των εκκαθαριστικών
    αιτιατική τους εκκαθαριστικούς τις εκκαθαριστικές τα εκκαθαριστικά
     κλητική εκκαθαριστικοί εκκαθαριστικές εκκαθαριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκκαθαριστικός < εκκαθαριστής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

εκκαθαριστικός

  1. ο σχετικός με τον εκκαθαριστή και την εκκαθάριση
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εκκαθαριστικό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία