εκκαθαριστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκαθαριστικός < εκκαθαριστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαεκκαθαριστικός
- ο σχετικός με τον εκκαθαριστή και την εκκαθάριση
- (ουσιαστικοποιημένο) εκκαθαριστικό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- εκκαθαριστικές επιχειρήσεις: (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικές επιχειρήσεις για την εκδίωξη και των υπολοίπων αντπάλων δυνάμεων
- εκκαθαριστικό σημείωμα:
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εκκαθαρίζω, καθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκκαθαριστικός
|