εκκαθαριστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκαθαριστικό < ουδέτερο του εκκαθαριστικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ka.θa.ɾi.stiˈko/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκκαθαριστικό ουδέτερο
- (οικονομία) έγγραφο ή ηλεκτρονικό σημείωμα της εφορίας (ή άλλης υπηρεσίας), με το οποίο γίνεται η εκκαθάριση των φορολογικών (ή άλλων) υποχρεώσεων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εκκαθαρίζω, καθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεκκαθαριστικό
- αιτιατική ενικού του εκκαθαριστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εκκαθαριστικός