Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκκαθαριστικό τα εκκαθαριστικά
      γενική του εκκαθαριστικού των εκκαθαριστικών
    αιτιατική το εκκαθαριστικό τα εκκαθαριστικά
     κλητική εκκαθαριστικό εκκαθαριστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκκαθαριστικό < ουδέτερο του εκκαθαριστικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ka.θa.ɾi.stiˈko/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκκαθαριστικό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εκκαθαριστικό