Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

clearance < clear + -ance

  Ουσιαστικό επεξεργασία

clearance (en)

  1. ενημερότητα
  2. άδεια, εξουσιοδότηση
    customs clearance / τελωνειακή άδεια