ενημερότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενημερότητα θηλυκό
- η ιδιότητα (ή κατάσταση) του ενήμερου
- ενημερότητα λογισμικού
- ενημερότητα λεξικού
- επίσημο έγγραφο με το οποίο η εκδότρια υπηρεσία πιστοποιεί πώς ένα συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν έχει φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις
- φορολογική ενημερότητα
- ασφαλιστική ενημερότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενημερότητα
|