ἐκκαθαρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐκκαθαρίζω < ἐκ + καθαρίζω < αρχαία ελληνική καθαρός
Ρήμα επεξεργασία
ἐκκαθαρίζω
- ((ελληνιστική κοινή)) καθαρίζω πολύ καλά, τελείως
- ((ελληνιστική κοινή)) (μεταφορικά) καθαίρω, εξαγνίζω
Συγγενικά επεξεργασία
- ἐκκάθαρσις
- → δείτε τη λέξη καθαρός