↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεκκαθάριστος η ανεκκαθάριστη το ανεκκαθάριστο
      γενική του ανεκκαθάριστου της ανεκκαθάριστης του ανεκκαθάριστου
    αιτιατική τον ανεκκαθάριστο την ανεκκαθάριστη το ανεκκαθάριστο
     κλητική ανεκκαθάριστε ανεκκαθάριστη ανεκκαθάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεκκαθάριστοι οι ανεκκαθάριστες τα ανεκκαθάριστα
      γενική των ανεκκαθάριστων των ανεκκαθάριστων των ανεκκαθάριστων
    αιτιατική τους ανεκκαθάριστους τις ανεκκαθάριστες τα ανεκκαθάριστα
     κλητική ανεκκαθάριστοι ανεκκαθάριστες ανεκκαθάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεκκαθάριστος < αν- + εκκαθαρίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεκκαθάριστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει εκκαθαριστεί ή δεν μπορεί να εκκαθαριστεί
  2. που δεν έχει εισπραχτεί

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία