εκκαθαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκαθαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκκαθαρίζω
Μετοχή
επεξεργασίαεκκαθαρισμένος, -η, -ο
- που έχει εκκαθαριστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εκκαθαρίζω, καθαρίζω και καθαρός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκκαθαρισμένος
|