διακανονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διακανονισμός < διακανονίζω, διακανονισ- + -μός[1] < δια- + κανονίζω < αρχαία ελληνική κανονίζω < κανών
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.ka.no.niˈzmos/ & /ðʝa.ka.no.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κα‐νο‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διακανονισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διακανονίζω
- ⮡ εκκαθαριστικός διακανονισμός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διακανονίζω και κανόνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ διακανονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας