Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰνων-, κᾰνον-
ονομαστική κανών οἱ κανόνες
      γενική τοῦ κανόνος τῶν κανόνων
      δοτική τῷ κανόν τοῖς κανόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κανόν τοὺς κανόνᾰς
     κλητική ! κανών κανόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανόνε
γεν-δοτ τοῖν  κανόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανών < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανών, -όνος αρσενικό

  1. ίσια βέργα που χρησιμοποιείται για να κρατά κάτι σε ευθεία
  2. κανόνας
  3. (ελληνιστική σημασία, γραμματική) κανόνας γραμματικής

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κάννα / κάννη

  Πηγές επεξεργασία