Δείτε επίσης: κανόνισμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανονισμός οι κανονισμοί
      γενική του κανονισμού των κανονισμών
    αιτιατική τον κανονισμό τους κανονισμούς
     κλητική κανονισμέ κανονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανονισμός αρσενικό

  1. οι οδηγίες που υποχρεώνονται να λαμβάνουν υπόψη τους και να ακολουθούν τα άτομα ενός οργανωμένου συνόλου (σε σχολείο, στρατό, πολυκατοικία κ.λπ.)
  2. (κατ’ επέκταση) το έντυπο που περιέχει τις οδηγίες αυτές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία