Δείτε επίσης: κανόνισμα

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανονισμός οι κανονισμοί
      γενική του κανονισμού των κανονισμών
    αιτιατική τον κανονισμό τους κανονισμούς
     κλητική κανονισμέ κανονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κανονισμός < κανονίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική règlement)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.no.niˈzmos/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κανονισμός αρσενικό

  1. οι οδηγίες που υποχρεώνονται να λαμβάνουν υπόψη τους και να ακολουθούν τα άτομα ενός οργανωμένου συνόλου (σε σχολείο, στρατό, πολυκατοικία κ.λπ.)
  2. (κατʼ επέκταση) το έντυπο που περιέχει τις οδηγίες αυτές

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κανονισμός οἱ κανονισμοί
      γενική τοῦ κανονισμοῦ τῶν κανονισμῶν
      δοτική τῷ κανονισμ τοῖς κανονισμοῖς
    αιτιατική τὸν κανονισμόν τοὺς κανονισμούς
     κλητική ! κανονισμέ κανονισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανονισμώ
γεν-δοτ τοῖν  κανονισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κανονισμός < αρχαία ελληνική κανονίζω + -μός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κανονισμός αρσενικό