Δείτε επίσης: κανονισμός
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κανόνισμᾰ τὰ κανονίσμᾰτ
      γενική τοῦ κανονίσμᾰτος τῶν κανονισμᾰ́των
      δοτική τῷ κανονίσμᾰτ τοῖς κανονίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κανόνισμᾰ τὰ κανονίσμᾰτ
     κλητική ! κανόνισμᾰ κανονίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανονίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κανονισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία