υπόψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπόψη < υπόψιν < (καθαρεύουσα) υπ' όψιν < υπό + αρχαία ελληνική ὄψιν, αιτιατική του ὄψις
Επίρρημα
επεξεργασία
υπόψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπόψη