Δείτε επίσης: υπόψη, υπόψιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενόψει < ἐν + ὄψει

  Επίρρημα

επεξεργασία

ενόψει

  1. μπροστά, ενώπιον
  2. μόλις εμφανιστεί, αμέσως
    Όταν ένα γραμμάτιο πληρωτέο ενόψει οπισθογραφηθεί, πρέπει να πληρωθεί ο κάτοχός του εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
  3. τις ίδιες σημασίες

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη όψη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία