ενόψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαενόψει
- μπροστά, ενώπιον
- μόλις εμφανιστεί, αμέσως
- Όταν ένα γραμμάτιο πληρωτέο ενόψει οπισθογραφηθεί, πρέπει να πληρωθεί ο κάτοχός του εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
- τις ίδιες σημασίες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη όψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενόψει
|