Ετυμολογία

επεξεργασία
have in mind < → δείτε τις λέξεις have, in και mind

  Έκφραση

επεξεργασία

have in mind (en) (ιδιωματισμός)

  1. έχω υπόψη μου, θυμάμαι κάτι
    ⮡  Don’t worry, I have it in mind.
    Μην ανησυχείς, το έχω υπόψη μου.
    ⮡  You should always have that in mind.
    Να το έχετε πάντα υπόψη σας.
     συνώνυμα: bear in mind
  2. έχω υπόψη μου, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι, ειδικά για μια συγκεκριμένη δουλειά, κατάσταση κτλ.
    ⮡  I have nothing in mind for his case.
    Δεν έχω τίποτε υπόψη μου για την περίπτωσή του.
  3. (επίσημο) έχω υπόψη μου να κάνω κάτι, έχω κατά διάνοια να, σκοπεύω να κάνω κάτι
    ⮡  I have it in mind to meet him.
    Έχω υπόψη μου να τον συναντήσω.
    ⮡  I have it in mind to notify them.
    Έχω υπόψη μου να τους ειδοποιήσω.
    ⮡  What do you have in mind to do?/What do you have in mind?
    Τι έχεις κατά διάνοια να κάμεις;