have in mind
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαhave in mind (en) (ιδιωματισμός)
- έχω υπόψη μου, θυμάμαι κάτι
- ⮡ Don’t worry, I have it in mind.
- Μην ανησυχείς, το έχω υπόψη μου.
- ⮡ You should always have that in mind.
- Να το έχετε πάντα υπόψη σας.
- ≈ συνώνυμα: bear in mind
- ⮡ Don’t worry, I have it in mind.
- έχω υπόψη μου, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι, ειδικά για μια συγκεκριμένη δουλειά, κατάσταση κτλ.
- ⮡ I have nothing in mind for his case.
- Δεν έχω τίποτε υπόψη μου για την περίπτωσή του.
- ⮡ I have nothing in mind for his case.
- (επίσημο) έχω υπόψη μου να κάνω κάτι, έχω κατά διάνοια να, σκοπεύω να κάνω κάτι
- ⮡ I have it in mind to meet him.
- Έχω υπόψη μου να τον συναντήσω.
- ⮡ I have it in mind to notify them.
- Έχω υπόψη μου να τους ειδοποιήσω.
- ⮡ What do you have in mind to do?/What do you have in mind?
- Τι έχεις κατά διάνοια να κάμεις;
- ⮡ I have it in mind to meet him.